πεντηκόσιοι

πεντηκόσιοι
πεντηκόσιοι: five hundred, Od. 3.7†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεντηκόσιοι — πεντακόσιοι five hundred masc nom/voc pl (epic) πεντηκόσιοι five hundred masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκόσιοι — αι, α, Α (επικ. τ.) βλ. πεντακόσιοι …   Dictionary of Greek

  • πεντακόσιοι — ες, α και πεντακόσοι, ες, α / πεντακόσιοι και επικ. τ. πεντηκόσιοι, αι, α, αρσ. και πεντακάτιοι, ΝΑ 1. αυτοί που είναι πέντε φορές εκατό, που μπορούν να μετρηθούν σε πέντε εκατοντάδες 2. φρ. «η βουλή τών Πεντακοσίων» ή, απλώς, «οι Πεντακόσιοι»… …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοσίαις — πεντακόσιοι five hundred fem dat pl (epic) πεντηκόσιοι five hundred fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”